- κλωσάω
- κλωσάω (σπάν. κλωσώ), κλώσησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κλωσώ — και κλωσάω και κλωσίζω κλώσησα και κλώσισα, κλωσημένος και κλωσισμένος, κάθομαι επάνω στα αβγά για να βγάλω πουλάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)